ηλεκτροπληξία

ηλεκτροπληξία
Παθογόνος δράση που προκαλεί η επαφή του ηλεκτρικού ρεύματος με το ανθρώπινο σώμα. Στις ελαφρότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε ένα ελαφρό ή δυνατό τίναγμα, έγκαυμα στο σημείο επαφής, ζάλη που σταματάει μόλις διακοπεί η επαφή. Στις βαρύτερες περιπτώσεις μπορεί να προκληθούν διαταραχές της αναπνοής (ασφυξία) και του καρδιοκυκλοφορικού συστήματος (καρδιακή παύση) καθώς και σπασμοί τετανικού τύπου· όχι σπάνια, το άμεσο αποτέλεσμα είναι ο θάνατος. Όταν δεν συμβεί αυτό, αλλά η δράση της η. είναι ιδιαίτερα έντονη, μπορεί να προκληθούν μόνιμες διαταραχές του νευρικού συστήματος. Τα αποτελέσματα της η. από συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα είναι μικρότερα από εκείνα του εναλλασσόμενου. Όσον αφορά την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος, τα αποτελέσματα ποικίλλουν από άτομο σε άτομο. Αποφασιστικής σημασίας είναι η διάρκεια της επαφής, η τάση και για το εναλλασσόμενο ρεύμα ο αριθμός των περιόδων. Σχεδόν οι μισοί από εκείνους που πλήττονται από η. πεθαίνουν. Όλα έχουν εξάρτηση από το τι θα συμβεί αφού διακοπεί η επαφή, από την ετοιμότητα και από την αποτελεσματικότητα των πρώτων βοηθειών. Πρέπει να γίνει αμέσως τεχνητή αναπνοή, ακόμα και αν η αναπνοή έχει σταματήσει και η καρδιά δεν χτυπά, γιατί ενίοτε απαιτούνται δυο-τρεις ώρες για να αποκατασταθούν αυτές οι λειτουργίες.
* * *
η
ιατρ. σφοδρός, βίαιος και συχνά θανατηφόρος κλονισμός τού νευρικού συστήματος, ο οποίος προκαλείται από την αιφνίδια διοχέτευση ισχυρού ηλεκτρικού ρεύματος στο ανθρώπινο σώμα ή σε άλλο ζωντανό οργανισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electrical shock < electrical (πρβλ. ηλεκτρικός) shock «κλονισμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροπληξία — η 1. το αποτέλεσμα της διοχέτευσης ισχυρού ρεύματος στο σώμα: Η ηλεκτροπληξία πολλές φορές προκαλεί το θάνατο. 2. μτφ., το να μείνει κάποιος άφωνος και ακίνητος, αποσβολωμένος: Αν ακούσει αυτά τα νέα θα πάθει ηλεκτροπληξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρόπληκτος — η, ο 1. αυτός που παθαίνει ηλεκτροπληξία 2. αυτός που πεθαίνει από ηλεκτροπληξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + πληκτος (< πλήττω / πλήσσω), πρβλ. έκ πληκτος, φαντασιό πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολία — η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ] εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση νεοελλ. 1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της 2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία …   Dictionary of Greek

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • νεκροφάνεια — Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο φαίνεται ως νεκρό εξαιτίας αναστολής των εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής του. Η ν. εκδηλώνεται με διακοπή της κινητικότητας και αισθητικότητας του ατόμου, έλλειψη της συνείδησης, και σχεδόν πλήρη διακοπή της… …   Dictionary of Greek

  • Ταρντιέ, Oγκίστ Αμβρόσιος — (Tardieu, 1818 – 1879). Γάλλος ιατροδικαστής. Διετέλεσε καθηγητής της ιατροδικαστικής και ακαδημαϊκός. Έγραψε Λεξικό δημόσιας υγιεινής και υγιεινολογίας, Ιατροδικαστική μελέτη περί προσβολής των ηθών, Ιατροδικαστική μελέτη άμβλωσης, Μελέτη περί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”